- ὀχλοισίαν
- ὀχλοισίαν· ἱκεσίαν, ἐκκλησίαν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχλοισίαν — ὀχλοισίαν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱκεσίαν, ἐκκλησίαν» … Dictionary of Greek